- εμβολέας
- ο1. ξύλινο ραβδί, με το οποίο σπρώχνεται το βλήμα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου για γέμιση.2. (μηχ.), το έμβολο (βλ. λ.).3. (ναυτ.), ναύτης που είναι μέλος του αγήματος εμβολής (βλ. λ., 2β).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.